- γηροβοσκια
- γηροβοσκίαγηρο-βοσκίαἥ попечение о (чьей-л.) старости Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γηροβοσκία — γηροβοσκία, η (Α) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα … Dictionary of Greek
γηροβοσκίας — γηροβοσκίᾱς , γηροβοσκία care of the aged fem acc pl γηροβοσκίᾱς , γηροβοσκία care of the aged fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία … Dictionary of Greek